Θέμα λειτουργίας των θεσμών θέτει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή στην έκθεσή του, σε μία αναφορά που θεωρείται έμμεση προειδοποίηση στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Συγκεκριμένα, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι υπάρχει πολιτικός κίνδυνος, σημειώνοντας ότι «στις αβεβαιότητες για τον σχηματισμό σταθερής κυβέρνησης στις επερχόμενες εκλογές πρέπει να προστεθεί η όξυνση της πολιτικής πόλωσης. Από την πλευρά μας, οφείλουμε να επισημάνουμε τη σημασία των θεσμών στην οικονομική ανάπτυξη».
Ειδικότερα, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, «η αποτελεσματική λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών παρέχει προστασία και αποτελεί μοχλό ενίσχυσης της εύρυθμης λειτουργίας της οικονομίας. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και η ελευθερία του Τύπου παρέχουν τις θεσμικές εγγυήσεις για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, ώστε να συνεχίζεται απρόσκοπτα η οικονομική δραστηριότητα, τη δικαιότερη αναδιανομή του εισοδήματος ώστε να διασφαλίζεται η πολιτική ομαλότητα και τη διαφάνεια και λογοδοσία στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος ώστε να επιτυγχάνεται η δημοσιονομική σταθερότητα. Το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να έχει συνεχή στόχο τη συστηματική ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών, ώστε να αποφευχθεί ενδεχόμενη υποβάθμιση της ποιότητας διακυβέρνησης και της εμπιστοσύνης στο κράτος δικαίου, κάτι που θα επέφερε αρνητικές οικονομικές συνέπειες μακροχρόνια».
Σχετικά με τα της οικονομίας, το Γραφείο Προϋπολογισμού επισημαίνει ότι «ο ρυθμός μεγέθυνσης περιορίστηκε σημαντικά κατά το τρίτο τρίμηνο (2,8%) σε σχέση με τα δύο προηγούμενα (7,8% και 7,1%), με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί σε 5,9% την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2022. Η ανεργία συνεχίζει να μειώνεται και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών να διευρύνεται, ενώ ο πληθωρισμός παρουσιάζει στοιχεία αποκλιμάκωσης κατά τους τελευταίους δύο μήνες. Τα δημοσιονομικά στοιχεία διατηρούν την αισθητή βελτίωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος, διευρύνοντας το πρωτογενές πλεόνασμα που καταγράφηκε στην Έκθεση του δεύτερου τριμήνου, επιβεβαιώνοντας ότι ο φετινός δημοσιονομικός στόχος θα επιτευχθεί με ασφάλεια.
Συνεπώς, με βάση τα έως τώρα δεδομένα, η ελληνική οικονομία μπαίνει σε φάση «ομαλής προσγείωσης» και αναμένουμε σημαντική επιβράδυνση της μεγέθυνσης τους επόμενους μήνες, εξαιτίας της αρνητικής επίδρασης του πληθωρισμού στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση, της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας στους κύριους εμπορικούς εταίρους, την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού και την προβλεπόμενη άρση των περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης. Κρίσιμος αναμένεται να είναι ο ρυθμός απορρόφησης των ευρωπαϊκών πόρων και ο βαθμός υλοποίησης των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την πορεία της οικονομίας το 2023».
Συνεχίζοντας, επισημαίνει ότι «η επιβράδυνση του πληθωρισμού κατά τους τελευταίους δύο μήνες οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στο «αποτέλεσμα βάσης» (base effect) καθώς η μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή γίνεται σε σύγκριση με μήνες που είχαν ήδη καταγραφεί αυξήσεις. Αναμένουμε πως, εφόσον δεν προκύψει κάποια νέα διαταραχή στις τιμές της ενέργειας, η επιβράδυνση του πληθωρισμού θα συνεχιστεί στους πρώτους μήνες του επόμενου έτους. Παρόλα αυτά, παραμένει η αβεβαιότητα όσον αφορά την ταχύτητα αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί για να επανέλθει κοντά στο επίπεδο του 2% μεσοπρόθεσμα.
Καθοριστικό ρόλο για τη σταθεροποίηση των πληθωριστικών προσδοκιών και την υποχώρηση του πληθωρισμού παίζει η περιοριστική νομισματική πολιτική. Όπως είναι αναμενόμενο οι αυξήσεις των επιτοκίων έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο ρυθμό μεγέθυνσης. Ο τραπεζικός δανεισμός καθίσταται ακριβότερος περιορίζοντας τη ρευστότητα των επιχειρήσεων αλλά και επιβαρύνοντας την εξυπηρέτηση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού. Αξίζει να επαναλάβουμε ότι ο δημοσιονομικός κίνδυνος των αυξημένων επιτοκίων δεν είναι βραχυπρόθεσμος, αφενός γιατί το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι σε σταθερά επιτόκια και αφετέρου γιατί ακόμα και τα τρέχοντα επιτόκια παραμένουν αρκετά χαμηλότερα από τον πληθωρισμό, περιορίζοντας τον λόγο δημόσιου χρέους/ΑΕΠ. Μεσοπρόθεσμα ωστόσο, αν τα επιτόκια ξεπεράσουν το άθροισμα πληθωρισμού και πραγματικής μεγέθυνσης (ονομαστική μεγέθυνση) τότε θα κινηθεί αυξητικά ο λόγος δημόσιου χρέους/ΑΕΠ, απαιτώντας υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά του».